Ο Πάνος Γεωργίου μας διηγείται τη συνέχεια του ταξιδιού του στην Αιθιοπία, καθώς ανακαλύπτει μαζί μας τις ομορφιές της Πατρίδας του Καφέ.

Η επόμενη μέρα χάραξε νωρίτερα, έτσι νομίζω τουλάχιστον ή μπορεί και όχι. Παρόλα αυτά, ήμασταν όλοι στην ώρα μας και επιβιβαστήκαμε στο τετρακίνητο όχημα που θα μας οδηγούσε μέσα από μια ατέλειωτη διαδρομή στα βουνά της Ανασόρα. Αφήνοντας πίσω την πόλη διαπιστώνεις το μέγεθος και την εξάπλωση της σαν χαλί στις πεδιάδες και στους γύρω λόφους, γεμάτο με κάθε είδους κτίσματα. Από παραδοσιακές καλύβες μέχρι νεόκτιστους ουρανοξύστες. 

Οι σαβάνες διαδέχονταν τις μικρές πόλεις σε αυτό το σχετικά άγονο κομμάτι της διαδρομής. Η αίσθηση μου είναι ότι η ζωή κινείται παράλληλα με τους δρόμους ή πάνω σε αυτούς. Παντού κάρα, αυτοκίνητα, γαϊδουράκια που κουβαλάνε φορτία και αναβάτες, μικρά παιδιά, χρώματα, ιερείς, φαγητά, μικρά μαγαζιά δίπλα από τον δρόμο που σερβίρουν καφέ παρασκευασμένο με την παραδοσιακή μέθοδο. Δεν θέλω να κλείσω τα μάτια μου όσο και αν βαραίνουν. Δεν θέλω να χάσω ούτε μια στιγμή. Ρουφάω κάθε εικόνα, τις φιλτράρω για να τις σκέφτομαι όταν πλέον αφήσω πίσω τη χώρα. Πολύχρωμα όλα τριγύρω. Κοπάδια διασχίζουν τον δρόμο αφήνοντας πίσω τους σκόνη. Η σκόνη μαζί με τον ήλιο δημιουργούν μια κάπως απόκοσμη ατμόσφαιρα. Οδηγούμε πλέον αρκετές ώρες σε δρόμους ατελείωτους και ενίοτε κακοτράχαλους. Κάπου εδώ μέσα σε μια αχανή σαβάνα παθαίνουμε λάστιχο. Σταματάμε στην άκρη του δρόμου και σε μισό λεπτό είμαστε περιτριγυρισμένοι από διαβάτες που περπατάνε δίπλα μας αναζητώντας μεταφορικό μέσο να τους μεταφέρει στο επόμενο χωριό ή στην επόμενη πόλη. Η διαδικασία κράτησε ελάχιστα και αφού έβγαλα μερικές φωτογραφίες με χρωματιστές φιγούρες, οι οποίες έψαχναν λίγη σκιά κάτω από τα περίτεχνα σχηματισμένα από τη φύση δέντρα, φύγαμε. 

Κάπως σαν ψηλά μανιτάρια δημιουργούν μια φυσική τέντα που ο ήλιος δεν διαπερνά. Παίρνοντας μαζί μας όσους χωρούσαν συνεχίσαμε για λίγο στον ίδιο ρυθμό. Παρατηρούσα τους νέους συνεπιβάτες μας. Πιθανότατα ήταν μια μητέρα με λαμπερά μάτια και πρόσωπο ζωγραφισμένο με περίτεχνα τατουάζ. Εξωτική με ένα βαθύ βλέμμα που ακόμα δεν μπορώ να βγάλω από το μυαλό μου. Μαζί της οι δύο κόρες, υποθέτω, τυλιγμένες στα χρωματιστά τους ρούχα. Τα μάτια τους, διαπεραστικά έντονα και υγρά είναι αυτά που με έκαναν να συμπεράνω ότι πιθανότατα είναι οικογένεια. Ίσως και όχι. 

Λίγη ώρα μετά ένας θόρυβος δυνατός ακούγεται από το αυτοκίνητο. Αυτή τη φορά είναι μια σπασμένη βάση εξάτμισης. Λίγη συζήτηση, πολλοί ντόπιοι μαζεμένοι τριγύρω και τελικά μια πρόχειρη λύση. Ένας γείτονας έτρεξε παρόλα τα χρόνια του στην καλύβα του και έφερε ένα κομμάτι δυνατό σύρμα, που έκανε δουλειά μέχρι να βρούμε ένα συνεργείο στην κοντινή πόλη της Χαβάσα. Λίγο – λίγο τριγύρω η βλάστηση αρχίζει να γίνεται τροπική πλέον μιας και πλησιάζουμε τη λίμνη της Χαβάσα και την Ανασόρα, που είναι μια περιοχή κατάφυτη και καταπράσινη.

Η είσοδος της πόλης είναι γεμάτη από περαστικούς μικροπωλητές που πουλάνε κάθε είδους τροπικά φρούτα, ψάθινα αντικείμενα, κατσίκια και ό,τι βάζει ο νους. Καθώς δεκάδες μπατζάτ, δηλαδή μικρά μπλε τρίκυκλα παρόμοια με τα τουκ τουκ της Ταϊλάνδης, μεταφέρουν ανθρώπους και εμπορεύματα παντού. Μια μικρή στάση για φαγητό, γρήγορη επισκευή στο αυτοκίνητο και αφήνουμε πίσω την πανέμορφη παραλίμνια πόλη της Χαβάσα. Θα γυρίζαμε σύντομα και θα είχαμε την ευκαιρία να δούμε περισσότερα. Από αυτό το σημείο η διαδρομή γίνεται πραγματικά δύσκολη, με απανωτές στροφές, σκόνη και ατελείωτες στάσεις για να δώσουμε προτεραιότητα σε όποιον διέσχιζε κάθετα τον δρόμο. Η ομορφιά του τόπου… απαράμιλλη. Το σούρουπο έπεφτε σιγά σιγά δημιουργώντας μαγικές αποχρώσεις στον ορίζοντα. Εδώ τα περισσότερα σπίτια είναι χωμάτινα, κυκλικά με οροφή από μπαμπού. Κάποια σπίτια καπνίζουν από την κεντρική καμινάδα. Υπέθεσα ότι μαγειρεύουν ή ζεσταίνουν το σπίτι για την ψυχρή νύχτα που ερχόταν. 

Το τοπίο άλλαζε με γοργούς ρυθμούς και έτσι γρήγορα βγήκαμε από την κεντρική οδό, ακολουθώντας ένα μακρύ χωματόδρομο για μισή ακόμα ώρα. Πλέον ήταν σχεδόν νύχτα όταν φτάσαμε στον σταθμό καφέ του Ασάνκε. Εδώ, οι τοπικοί παραγωγοί φέρνουν τον καφέ και ο Ασάνκε με τους ανθρώπους του αναλαμβάνουν τις υπόλοιπες διαδικασίες. Η πρώτη εικόνα που αντίκρισα είναι ατελείωτα κρεβάτια μακριά από ξύλο και μπαμπού, που πάνω τους ξεκουραζόταν ο καφές κάτω από το φως του φεγγαριού. Κάπου εδώ μάλλον πρέπει να ευχαριστήσω την Coffee Island, που με έφερε σε αυτή την άκρη του κόσμου αντιμέτωπο με τόση ομορφιά. Ξεναγηθήκαμε κάτω από το φεγγαρόφωτο στον σταθμό και είδαμε τις διαδικασίες που ακολουθούν αφού οι αγρότες φέρουν τον καφέ τους με τα ζωντανά. 

Αποξήρανση, πλύσιμο, διαλογή και μετά αποθήκευση στα καφέ τσουβάλια περιμένοντας τη στιγμή που οι μικροί, αρωματικοί και εύγευστοι κόκκοι θα ταξιδέψουν σε όλη τη γη. Ο καφές της Αιθιοπίας, δίκαια χαρακτηρίζεται ξεχωριστός με μοναδικό γευστικό προφίλ. Σίγουρα ο τόπος και οι άνθρωποι που μεταχειρίζονται με αγάπη το προϊόν αυτό, παίζουν σπουδαίο ρόλο στην τελική του γεύση. Ένας καφές στην καλύβα στο φως από τις φλόγες της φωτιάς μας ξύπνησε όλες τις αισθήσεις. Για κάποιον περίεργο λόγο με κατέκλυσαν πολλά συναισθήματα και η περιγραφή γίνεται κάπως δύσκολή. Σίγουρα δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνο το χαρούμενο παιδικό βλέμμα και την καλοσύνη των ανθρώπων του σταθμού. 

Η υπόλοιπη παρέα φευγάτη κάπως, μύριζαν, γεύονταν και διάλεγαν τον καφέ. Είδα τον Πάνο και τον Κωνσταντίνο με φακούς να ψάχνουν, τους είδα να δοκιμάζουν κόκκους καφέ, κάπου εκεί είδα τον Στέλιο σε έκσταση να πηγαίνει αριστερά δεξιά και τον Σάββα να μιλάει σε κάποια γλώσσα με τους εργάτες. Τον φίλο μας Σαμ, συνοδοιπόρο σε όλο αυτό το ταξίδι, να περιφέρεται απολαμβάνοντας τη στιγμή. Είναι μια στιγμή που περιμένουν οι άνθρωποι που αγαπάνε τον καφέ και αυτή η παρέα αγαπάει πολύ τον καφέ.

Ίσως λίγο χαμένος χωρίς ακόμα να μπορώ να εξηγήσω εύκολα το γιατί, μπήκα στο αμάξι που θα μας οδηγούσε στο βραδινό μας κατάλυμα. Ίσως δεν μπορείς να είσαι ποτέ προετοιμασμένος για τόση απλότητα και τόση αγάπη. Ίσως επειδή όλα έχουν λιγότερο ή περισσότερο νόημα, ίσως επειδή έγινα άνθρωπος της πόλης. Ακόμα λίγη οδήγηση και τελικά φτάνουμε στο σπίτι που θα μας φιλοξενούσε για το βράδυ. Ένα βαρέλι γεμάτο ξύλα έκαιγε και δυνατά η μουσική απλωνόταν στη νύχτα. Τριγύρω οι άνθρωποι του σπιτιού μαγειρεύουν και ετοιμάζουν τα πάντα για τη μεγάλη νύχτα που θα ακολουθούσε.

Μα πρώτα η δοκιμή του καφέ που είδαμε πριν λίγο. Φανταστικά αρώματα γεμίζουν τον χώρο. Δεν μπορώ να περιμένω να γευτώ και εγώ με τη σειρά μου και να ακούσω τη γνώμη των ειδικών. Η διαδικασία του κάπινγκ (cupping) ξεκινά. Μυσταγωγία, αρώματα, γεύσεις, λεμόνι, λουλούδια, σοκολάτα, καφές, φανταστικός καφές που πιθανότατα σε λίγο καιρό θα έχουμε την τύχη να τον δοκιμάσουμε σε κάποιο καφεκοπτείο των Coffee Island. Εδώ κάπου νιώσαμε ότι για να φτάσεις στο μέρος αυτό του κόσμου και να γευτείς τον υπέροχο καφέ αξίζει να ταξιδέψεις μέρες. Η νύχτα όμως ήταν ακόμα νέα. Ακόμα περισσότερες γεύσεις, παραδοσιακό φαγητό και φυσικά αλκοόλ. 

Αφού δώσαμε τον απαραίτητο χρόνο στις αισθήσεις ήρθαμε πιο κοντά με τους ντόπιους και μια βραδιά που δεν θα ξεχάσουμε ποτέ ξεκίνησε. Χορός σε αφρικάνικους ρυθμούς, πολύς χορός. Έβγαλα τα παπούτσια μου και εγώ και άρχισα ένα άναρχο αφρικάνικο ρυθμό γύρω από το βαρέλι που σιγόκαιγε. Τώρα σειρά μας να δείξουμε και εμείς ένα μικρό μέρος της μουσικής κουλτούρας μας. Τα γέλια δυνατά όσο αγκαλιασμένοι χορεύαμε για ώρες πιθανότατα. Κάπως μυθιστορηματικό όλο αυτό, όπως τα περισσότερα πράγματα που ζούμε εδώ. Σίγουρα κάποια στιγμή στο μακρινό μέλλον θα σκέφτομαι αυτές τις στιγμές και θα νιώθω περισσότερο τυχερός.